- μονωτήρας
- Σώμα με κατάλληλη μορφή, κατασκευασμένο από μονωτικό υλικό. Η έννοια του όρου μονωτήρας έχει περιοριστεί στην ηλεκτρική μόνωση, εξαιτίας της χρήσης του.
Τα συνηθέστερα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή των μ. είναι η πορσελάνη, το γυαλί, ο στεατίτης και συνθετικές ρητίνες. Οι μ. κατασκευάζονται σε πολυάριθμα σχήματα και διαστάσεις, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της ηλεκτρικής γραμμής που πρέπει να στηρίξουν. Υπάρχουν τύποι σε σχήμα καμπάνας, αλυσίδας, κολόνας κλπ., με ποικίλες κατατομές. Το μονωτικό υλικό συμπληρώνεται με μεταλλικά εξαρτήματα, τα οποία χρησιμεύουν για τη στερέωση των αγωγών επί του μ. και του μ. στα υποστηρίγματα. Οι μ. υποβάλλονται σε αυστηρές δοκιμές για την πρόληψη ζημιών και κινδύνων για τον άνθρωπο. Έτσι μετριέται το πορώδες του υλικού, η αντοχή στις μεταβολές της θερμοκρασίας το όριο θραύσης κατά τον εφελκυσμό, την κάμψη και τη συστροφή, η ηλεκτρική τάση διάτρησης κλπ. Εκτός από τους μ. στήριξης, που λέγονται «φέροντες», υπάρχουν και οι μ. «διέλευσης», που χρησιμοποιούνται για τη διέλευση των ηλεκτρικών αγωγών από τοίχους, καλύμματα μετασχηματιστών κλπ.
* * *ο(ηλεκτρ.) κομμάτι υλικού με μηδενική σχεδόν αγωγιμότητα το οποίο χρησιμοποιείται για την υποστήριξη και τη μόνωση ενός ηλεκτροφόρου αγωγού ή μιας ηλεκτρικής συσκευής.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μονωτήρας (< μονώνω) είναι απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. isolateur. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.